May 6, 2024

Κύριο συστατικό της θεραπευτικής σχέσης είναι η θεραπευτική στάση, ο τρόπος που στέκεται μέσα στη συνεδρία του ο θεραπευτής, ο τρόπος που πλαισιώνει αυτή τη σχέση, ο τρόπος που δηλώνει το παρόν του στη σχέση και που εξαρτάται απο τις συναισθηματικές και γνωστικές συνιστώσες του χαρακτήρα του, την επάρκειά του, τις δεξιότητές του.

 Έτσι το θεραπευτικό πλαίσιο της κάθε συνεδρίας διαμορφώνεται από αυτή τη στάση του θεραπευτή και από κοινού με το θεραπευόμενο, δηλαδή μέσω του συμβολαίου και των συμφωνημένων στόχων των δύο τους.   Ο θεραπευτής είναι όμως αυτός, που με την αυθεντική του στάση θα εμπνεύσει το σεβασμό, την ευγένεια, την πραότητα, τα όρια (Καραμανωλάκη κ.α., 2015).

Έτσι η θεραπευτική στάση όπως εκδιπλώνεται είτε στην αρχή της συνάντησής τους, ή και κατά τη διάρκεια της συνεδρίας με τον πελάτη του, αποτελεί το συναισθηματικό και γνωσιακό τρόπο μέσω νοητικών σχημάτων που θα επικαλεστεί  ο θεραπευτής και των τεχνικών που θα πραγματοποιήσει ακόμα και τις στιγμές της σιωπής. Είναι η αίσθηση και το ασφαλές κλίμα που επιδιώκει να δημιουργήσει ώστε, ο θεραπευόμενος ερχόμενος σε αυτόν με τα δικά του αναπτυξιακά ελλείματα ή/και χρόνια εγκαθιστάμενα δυσλειτουργικά νοητικά σχήματα, να άρει τις άμυνές του και  να βρει μπροστά του κάποιον που με αποδοχή, κατανόηση, σταθερότητα, ενσυναίσθηση και όρια, είναι πρόθυμος να τον ακούσει (Doran, 2016). Eίναι αυτό που διατεινόταν ο εκφραστής της προσωποκεντρικής κατεύθυνσης, Rogers, οι δεξιότητητες της ενσυναίσθησης, της αυθεντικότητας, της ολοκληρωτικής αποδοχής του θεραπευόμενου (Rogers, 1951).

Η θεραπευτική  στάση αποτελεί το βασικότερο από τους κοινές παραμέτρους που συμβάλλουν στη θεραπευτική έκβαση και επηρέαζουν το αποτέλεσμα σε όλες τις θεραπευτικές προσεγγίσεις (Hillard et al., 2000 )  σε αντιδιαστολή με τους εξωθεραπευτικούς παράγοντες, όπως π.χ. οι ιδιότητες του θεραπευόμενου (Asay & Lambert, 1999 ). Συμφωνα με τους Paul & Charura (2014) οι άλλοι δύο βασικοί παράγοντες  που συνδέονται με την εγκαθίδρυση της σχέσης αφορούν τη χρήση  συγκεκριμένων θεραπευτικών τεχνικών και τις προσδοκίες των θεραπευόμενων (Ackerman & Hilsenroth, 2003).

Η θεραπευτική σχέση κατά τον Frank (1961), είναι ιδωμένη μέσα από τη θεραπευτική επαφή, τη στάση και το πλαίσιο που αυτό ορίζεται , ανεξαρτήτου προσέγγισης. Η έρευνα των  Martin et al, 2000, επιβεβαιώνει τη σημασία της θεραπευτικής στάσης στη θεραπευτική σχέση και ανάλογες έρευνες των Horvath and Symonds (1991) βασισμένες σε μία μετα – ανάλυση από 200 έρευνες, των Heatherington et al. (2015), και Sotero et al (2016), υπογραμμίζουν το ρόλο της θεραπευτικής στάσης στη έκβαση της θεραπευτικής σχέσης ανεξαρτήτου θεραπευτικής προσέγγισης. Ο θεραπευτής, δηλαδή, με τη σταθερή προσωπικότητά του και τις δεξιότητες του, διαμορφώνει ένα ασφαλές κλίμα για τη διαδικασία. Είναι κοινός τόπος πως αν και διάφορες προσεγγίσεις έχουν το δικό τους τεχνικό κομμάτι και στοχοθεσία, υπάρχουν εγγενείς παράγοντες που επιδρούν στη σχέση και στην έκβασή της όπως η θεραπευτική στάση  (Lambert, 1992 ,Smith & Glass, 1977 ̇ Stiles et al., 1986 ̇ Luborsky et al., 2002 ̇ Lampert, 2013 ̇Barth et al, 2013).

Ο Alexander (1991)  πάλι ονομάζει τη θεραπευτική στάση ως  διορθωτική συναισθηματική εμπειρία, ( corrective emotional state) και ο Young (1986)  limited reparenting, διορθωτική γονεική στάση αναλύοντας πως η θεραπευτική στάση  συνίσταται  στη σταθερότητα που εμπνέει ο θεραπευτής πως είναι παρών, έχει ενσυναίσθηση και είναι διαθέσιμος για τον άλλον,  στην αποδοχή προς τον άλλον με το να τον προσεγγίζει θετικά στην ολότητά του και να του δείχνει πως τον εμπιστεύεται,  στην ενθάρρυνσή του να λειτουργήσει αυτοτελώς και να εμπιστευτεί τον εαυτό του, χωρίς να τον υπερπορστατεύει και χωρίς να δημιουργεί υπερβολικές προσδοκίες αλλά και στη δεξιότητα της  αναπλαισίωσης των ορίων για την προστασία της σχέσης τους και του ασθενούς. Με αυτό τον τρόπο η στάση μπορεί να επηρεάσει τη σχέση των δύο μερών και να δημιουργηθεί ένα κλίμα εμπιστοσύνης ανάμεσά τους.  Η διορθωτική εμπερία έγκειται στο ότι πλέον ο θεραπευόμενος αρχίζει να αντιλαμβάνεται πως ένα άλλος ενήλικας μπορεί να σταθεί απέναντί του, με αποδοχή, ενσυναίσθηση χωρίς επίκριση, σε ο,τιδήποτε λεει ή κάνει. Γιαυτό και με αυτό τον τρόπο είναι δυνατό να μετασχηματιστούν τα γνωστικά του και τα συναισθηματικά του μοτίβα.

Η στάση του θεραπευτή παίζει επίσης πολύ σημαντικό ρόλο και τις στιγμές που θα χρειαστεί να γίνει κάποια αναπλαισίωση, να επαναπροσδιοριστούν οι στόχοι και τα όρια, να αντιμετωπιστούν τυχόν ρωγμές στη σχέση (Doran, 2016). Οι  Sotero et al., (2016) ̇ και Trotter, (2006) θεωρούν πως η σχάση/ ρήξη στη σχέση μπορεί να αναδομηθεί ή και να αποφευχθεί , εάν ο θεραπευτής έχει μία στέρεα προσωπικότητα, αντιλαμβάνεται άμεσα τις αλλαγές στις διαθέσεις του άλλου,  στο αίτημά του, στην αλλαγή της θέσης του επάνω σε ένα ήδη συγκατασκευασμένο νόημα και έχει επαγγελματική επάρκεια. Είναι σημαντικό πως η ρήξη μέσα στην θεραπεία είναι ένα πολύπλοκο ζήτημα που εκτός από τη στάση που κρατά ο θεραπευτής επηρεάζεται και από την προσωπικότητα του θεραπευόμενου, τις αντιστάσεις του, το βαθμό που οι νοηματοδοτήσεις των γεγονότων των δύο μερών διαφοροποιούνται. Η αμφιθυμία όμως του θεραπευτή, η μπερδεμένη και ασταθής συνασθηματική του στάση, η ανικανότητα να επαναπροσδιορίζει τα όρια, οδηγεί σε χαμηλή εξισορρόπηση του δυναμικού μέσα στη θεραπευτική διαδικασία (Σταλίκας, 2005).

Οι Henry & Strupp (1994), μίλησαν για τη σημασία του τρόπου με τον οποίο ο θεραπευτής στέκεται με τους πελάτες του και τη στάση που κρατά απέναντι σε αυτούς γεγονός που μας παραπέμπει στα υιοθετημένα μοντέλα της παιδικής του ηλικίας αναφορικά με τον ασφαλή ή όχι δεσμό με την τροφό. Στην ίδια μελέη επίσης, η ικανότητα του θεραπευτή να παρέχει ένα ασφαλές χωρίς λογοκρισία πεδίο για τον άλλον, χωρίς να φαίνεται πως ασκεί εξουσία, εμφάνισε υψηλή θετική συσχέτιση με τη θεραπευτική σχέση.

Συμφωνα με τους Horvath (2001) και Bachelor(1999), η επικοινωνιακή δεξιότητα του θεραπευτή και η ειλικρίνειά του βρέθηκαν να έχουν υψηλή θετική συσχέτιση με τηθεραπευτική σχέση. Επίσης ο τρόπος του να παρέχει υποστήριξη και η δεξιότητά του να εκμαιεύει πληροφορίες και συναισθήματα από τον πελάτη του, όπως και η βούληση του να συμπληρώσει τη θεραπευτική δυάδα, με προσήνεια και αγάπη, αποτελούν σημαντικούς παράγοντες της θεραπευτικής στάσης (Zuroff, et al.2000).

Οι Ackerman & Hilsenroth (2003) προσπαθώντας να μελετήσουν το βαθμό επίδρασης των προσωπικών χαρακτηριστικών, δεξιοτήτων και τεχνικών των θεραπευτών ανεξαρτήτου κατεύθυνσης στη θεραπευτική σχέση και έκβαση, μέσα από 25 μελέτες, κατέληξαν στην ισχυρή επίδραση προσωπικών χαρακτηριστικών/ δεξιοτήτων  όπως η ενσυναίσθηση, το γνήσιο ενδιαφέρον, η υψηλή αυτοεκτίμηση, η μαιευτική ικανότητα, το αναλυτικό –συνθετικό τρόπο σκέψης, η ευελιξία, η ζεστασιά, η προσήνεια, η τάση για ενίσχυση της αξίας του άλλου. Όσον αφορά τις τεχνικές που χρησιμοποιούν υπογράμμισαν τη σημασία της αντανάκλασης συναισθήματος, αναπλαισίωσηςνοηματοδοτήσεων, της ερμηνευτικής προσέγγισης της σκέψης, της ενίσχυσης της έκφρασης, της διαλεκτικής και της μαιευτικής των απαντήσεων.

Οι Fife et al. (2014 ) βασιζόμενοι σε μελέτες, υποστήριξαν ένα μετα μοντέλο σε σχήμα πυραμίδας, όπου στη βάση της υπάρχει η παρουσία του θεραπευτή με τη γνωστική και τη συναισθηματική στάση που κρατάει, και στα πιο πάνω επίπεδα η συμμαχία και οι τεχνικές.

Επίσης η πολυπολιτισμική ενσυναισθητική στάση του θεραπευτή μελετήθηκε πως παίζει σημαντικό ρόλο στην επίτευξη σχέσης (Wampold, 2015) και κατεπέκταση οι διαπολιτισμικές δεξιότητες (Davis, Ancis & Ashby, 2015) όπως και η ικανότητά του να αυτοκαθρεφτίζεται, να αφουγκράζεται τον εαυτό του, να αυτοδιορθώνεται (Heinonen και συν., 2014).

Τέλος σε μία δευτερογενή έρευνα των Shatell, Starr και Thomas (2007), αναλύθηκαν δεδομένα συνεντεύξεων από 20 μέλη θεραπευτικής κοινότητας με κλινικά σύνδρομα (Κατάθλιψη, Άγχος, Γενικευμένη Διαταραχή Άγχους, Διπολική Διαταραχή, Επιλόχειο Κατάθλιψη, Κρίσεις Πανικού, Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες,κτλ.) όπου ακόμα και εκεί, κατέδειξαν τη σημασία της στάσης του θεραπευτή, ο οποίος εφαρμόζει την ενεργητική ακρόαση, το ειλικρινές ενδιαφέρον, την επαγγελματική του επάρκεια, και την τεχνική της αυτοαποκάλυψης που ήταν ιδιαίτερη βοηθητική.

Επιγραμματικά αναφαίρεται πως στις παραπάνω ποσοτικές έρευνες το κύριο κοινώς αποδεκτό εργαλείο μέτρησης της θεραπευτικής στάσης καθίσταται το Working Alliance Inventory (WAI) (Horvath, Flückiger , DelRe , Symonds ,2011), το οποίο και δημιουργήθηκε για να μετράει τόσο τις γνωστικές όσο και τις συναισθηματικές δεξιότητες των θεραπευτών που αφορούν τη θεραπευτική τους στάση. Ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται ολοένα και περισσότερο και κερδίζει την εμπιστοσύνη των ερευνητών, οι οποίοι μελετούν εις βάθος τις πτυχές της θεραπευτικής στάσης σε σχέση με τη θεραπευτική συμμαχία.

Δρ. Ψυχοθεραπεύτρια Τράπκου Χαρά