
May 6, 2024
Η θεραπευτική σχέση, στους κόλπους της Ψυχικής Κοινότητας ορίζεται ως μία σχέση ανάμεσα στο θεραπευτή και τον θεραπευόμενο, μία διαδικασία μέσω της οποίας μπορεί να δημιουργηθεί δεσμός, ώστε ο δεύτερος να τον εμπιστευτεί και να προχωρήσει εξελικτικά στην γνωστικοσυναισθηματική του ανέλιξη.
Εκτός από τον χώρο της ψυχοθεραπείας, η δυαδική αυτή σχέση έχει διερευνηθεί επιστημονικά και από άλλους κλάδους όπως της ψυχιατρικής, της εκπαίδευσης, της νοσηλευτικής, της ιατρικής γενικότερα καθώς και από νομικούς και κοινωνικούς κύκλους (Horvath και συν., 2011).
Ο όρος της θεραπευτικής συμμαχίας, τώρα (working/helping alliance) αναφέρεται, εκτός από τον δεσμό, στην ομόφωνη απόφαση θεραπευτή και θεραπευόμενου ως προς τα έργα και τους στόχους της ψυχοθεραπείας (Σταλίκας, 2005). Πρόκειται για την οριοθετημένη και μετρήσιμη έννοια της θεραπευτικής σχέσης. Οι πρωτεργάτες της αναζήτησης ενός ορισμού ήταν ο Bordin (1979) και ο Gaston (1990), οι οποίοι αναφέρθηκαν σε τρία πυρηνικά στοιχεία της: την συνεργατική σχέση θεραπευτή και θεραπευόμενου, τον θεραπευτικό δεσμό (που περιλαμβάνει την αμοιβαία εμπιστοσύνη, την κατανόηση και την ενσυναίσθηση) και τις απο κοινού συμφωνημένες ενέργειες και στόχους της διαδικασίας (Charura και Paul, 2015).
Η Clarkson (1975), εστίασε σε πέντε είδη θεραπευτικής σχέσης που ενίοτε συνηχούν και γεννιούνται μαζί στην ψυχοθεραπεία, ανεξαρτήτου προσέγγισης. Η θεραπευτική συμμαχία, η ανθρώπινη σκοπιά, η μεταβιβαστική/αντιμεταβιβαστική συσχέτιση, η διορθωτική/αναπτυξιακά ελλείπουσα σχέση και η πνευματική σχέση. Κάθε προσέγγιση ανάλογα με το πλαίσιό της θα ακολουθήσει ένα συγκεκριμένο μονοπάτι, όμως κατά τη διάρκεια της σχέσης, τύποι των άλλων σχέσεων θα αναπτυχθούν παράλληλα μέσα στη θεραπεία.
Το 1912 όταν ο Freud μιλούσε για τον πυρήνα της ψυχαναλυτικής διαδικασίας, θέτωντας στο προσκήνιο την σημασία της μεταβίβασης, που διενεργείται αναμεσα στουςδυο πρωταγωνιστές της σχέσης, μιλούσε γιαυτή ακριβώς τη συνεργατικότητα και την οικειοποίηση των δύο μελών. Όταν ο θεραπευόμενος πρόσκειται με θετικό τρόπο απέναντι στον θεραπευτή του, τότε και η έκβαση της σχέσης θα είναι θετική ( Sterba, 1941) ενώ η Zetzel (1956) διευκρίνισε πως υπάρχει μία διαφορά που θα χρειαστεί να ληφθεί υπόψιν, ανάμεσα στην μεταβίβαση έτσι όπως αναπτύσσεται και εκδηλώνεται μέσα στη θεραπεία και στη νεύρωση της μεταβίβασης, στους αμυντικούς μηχανισμούς που εκδηλώνει το άτομο μέσα στην θεραπευτική διαδικασία, όταν κατά την προσπάθειά του να συσχετιστεί προβάλλει πάνω στο θεραπευτή άρρητα συναισθήματα και σκέψεις.
Η ΑΡΑ, Division of Psychotherapy (Division 29 ), αποδεχτηκε τον ορισμό των Gelso & Carter (1985) ότι η «θεραπευτικη σχέση αφορά τη συναισθηματική στάση που κρατούν τα δύο μέλη το ένα για τον άλλο και τη λειτουργική εκφραστικότητά της τοσο σε λεκτικό όσο και σε μη λεκτικό επίπεδο (Norcross, 2002).
Η συνθετική γνωσιακά όμως θεωρία του Bordin (1975, 1979, 1989, 1994) φαίνεται να ικανοποιεί πιο σφαιρικά συνιστώσεις τις θεραπευτικής σχέσης, αφού βάζει στο κέντρο την αμοιβαία συνομολόγηση των δύο μερών ως προς την ποιότητα του δεσμού, διακρίνοντας έναν συναινετικό χαρακτήρα και απο τους δύο για τη διαδικασία αυτή ( τους στόχους και τα καθήκοντα). Η διαδικασία αυτή βέβαια μπορεί να αποβεί μάταιη, εάν δεν συνοδεύεται από ενσυναισθητικές δεξιότητες του θεραπευτή που θα πάνε τη θεραπεία ένα βήμα πιο κάτω λενε οι Tryon & Winograd (2002).
Σιγά σιγά κοντά σε αυτή τη σχέση, πότε διαφοροποιημένα και πότε αδιαφοροποίητα προστέθηκε και η λέξη “συμμαχία”, όπως και “μεταλλαγή –μεταβαση”,(therapeutic alliance, mature transference) ( Doran, 2016), όροι που αποσκοπούσαν να συμπεριλάβουν εννοιολογικά και πρακτικά όλες τις συνισταμένες και τις αποχρώσεις της θεραπευτικής διαδικασίας.
Οι Horvarth & Bedi (2002) θεωρούν ότι οι δυο όροι, η θεραπευτικη συμμαχία και θεραπευτική σχέση έχουν η πρώτη μία γενικότερη έννοια και η δεύτερη υπονοεί κάτι πιο συγκεκριμένο, όροι όμως απαραίτητοι από κάθε ψυχοθεραπευτική προσέγγιση και εάν χρησιμοποιηθούν. Η θεραπευτική συμμαχία/σχέση κατέχει τη θέση της βασικής διάστασης για την αποτελεσματικότητα των συνεδριών, για όλα τα θεραπευτικά μοντέλα (Hillard et al., 2000. Imel & Wampold) ενώ τα χαρακτηριστικά και η προσωπικότητα του θεραπευτή, αποτελούν το αντίβαρο των εσωτερικών παραμετρών, όπως η θεραπευτική στάση, το πλαίσιο και οι συνθήκες (Asay & Lambert, 1999).
Δρ. Ψυχολόγος, Τράπκου Χαρά