
April 23, 2024
” Ένας γνήσιος πολιτικός θα πρέπει από οποιαδήποτε θέση κι αν μιλάει, να αναζητά την αλήθεια, να ξέρει να αφουγκράζεται τις ανάγκες του λαού και να προτάσσει πρώτα το δημόσιο συμφέρον έναντι του ιδιωτικού. Αυτό διακήρυξαν οι πρόγονοί μας, αυτό πρέπει να ακολουθήσουμε κι εμείς.”
Τράπκου Ν. Χαρούλα
Δρ. Ψυχολόγος/ Συγγραφέας/ Φιλόσοφος
Πολιτική και Ηθική. Δύο έννοιες τόσο καθολικά αυτόνομες και αξιολογικά αυθύπαρκτες όσο και άρρηκτα συνημμένες η μια στην άλλη, που έχουν ανά τους αιώνες υπάρξει αντικείμενο μελέτης και έρευνας από πολιτικές προσωπικότητες διεθνούς βεληνεκούς, καθώς και από ηθικολόγους, φιλοσόφους, φυσιογνωμίες του πνεύματος και των τεχνών. Η σχέση που αναφύεται ανάμεσα σε αυτές τις δύο έννοιες δεν είναι σχέση της οποίας η μελέτη εξαντλείται σε αμιγώς θεωρητικής υφής ερωτήματα, μα σχέση διαλεκτικής υφής και φιλοσοφικού προβληματισμού, που άπτεται του πρακτικού βίου, της ψυχικής και διανοητικής σφαίρας του ανθρώπινου είναι. Η σημασία της συνειδητοποίησης ενός καθολικά ηθικού, πολιτικού προτύπου στο συλλογικό – κοινωνικό βίο είναι παραπάνω από αναγκαία. Αποτελεί προϋπόθεση υγιούς βίου, απαλλαγμένου από την παθητική περιθωριοποίηση του ατόμου και τον εκφυλισμό της πολιτικής του ταυτότητας.
Η συμμελέτη των δύο αυτών εννοιών δεν μπορεί να νοηθεί έξω από τα όρια ενός καθαρά φιλοσοφικού στοχασμού, που κεντρικό άξονα και Λυδία λίθο όλων των εκφάνσεών του είναι η ηθική και πνευματική θωράκιση του ατόμου. Η έννοια του φιλοσοφικού στοχασμού στο σημείο αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί άσκοπη προσπάθεια μιας ατέρμονης θεωρητικολογίας. Η φιλοσοφία με κάθε κλάδο της είτε πολιτικό είτε ηθικό είτε αξιολογικό αποτελεί δίοδο, κανάλι διήθησης όλων των μηνυμάτων που διαχρονικά δέχεται ο άνθρωπος. Ο φιλοσοφικός στοχασμός θέτει το άτομο ως υπεραξία απέναντι σε όλες τις αξίες, τα προβλήματα, τα ιδανικά και τις καταστάσεις που τον αφορούν, μελετώντας όλες τις αμφίδρομες σχέσεις που παράγονται με βάση το βαθύτερο είναι του, την ατομική και κοινωνική του υπόσταση. ΄Ετσι μόνο ο άνθρωπος ενεργοποιεί τη σκέψη του, αντιλαμβάνεται τη δύναμή του νοείν, του προβληματισμού, εξισορροπείται με τον εαυτό του και το περιβάλλον του και κατόπιν πράττει κατά τρόπο ενσυνείδητο και χειραφετημένο από εξωτερικά κέντρα επιρροής.
Η διαλεκτική– φιλοσοφική σχέση ηθικής – πολιτικής εκφράζει την ανάγκη αυτή του ανθρώπου να φιλοσοφήσει, να διεισδύσει κριτικά μέσα στις έννοιες αυτές, να δει πέρα και πίσω από μια τυπική θεωρητική ανάλυσή τους, να αναζητήσει την αλήθεια που κρύβεται σε αυτές μεμονωμένα, αλλά και ως ενιαίο σύνολο και να επισημάνει τους άρρηκτους δεσμούς που τις συνδέουν με τον άνθρωπο, με το είναι του, με τις ανάγκες της ύπαρξής του. Μια τέτοια θεώρηση της σχέσης αυτής δεν μπορεί παρά να επιφέρει γόνιμα αποτελέσματα για την κοινωνία και τον άνθρωπο. Ο πολιτικός που στερείται της διηθητικής επισκόπησης των πραγμάτων, ο πολιτικός κατ’ όνομα, όπως θα λέγαμε, που στερείται γόνιμου και ελεύθερου λογισμού καθώς και κριτικού και ανανεωτικού πνεύματος, θα αναζητήσει την ικανοποίηση των ωφελιμιστικών του ορέξεων και της αλαζονείας της χειραγώγησης του πλήθους, μέσα στους κόλπους της πολιτικής του καριέρας. Δεν θα χρονοτριβήσει σε φιλοσοφικές αναζητήσεις των πραγματικών αναγκών των πολιτών και του ιδίου, αφού κι αυτός είναι πολίτης του κράτους, αλλά θα εκφαυλιστεί από μια διαρκώς εξαπλωμένη ισοπέδωση, που ευνοεί την αναξιοκρατία, τον ιδιοτελή, ιδεολογικό προσηλυτισμό των νέων και τις σάπιες πράξεις μιας ανήθικης πολιτικής.
Ίσως σαν έθνος θα έπρεπε να αισθανόμαστε από τη μια λιγάκι τυχεροί, αφού αιώνες πριν οι πρόγονοί μας σε μια πρώιμη εποχή, κατάφεραν να σκιαγραφήσουν το σωστό πολιτικό, το σωστό διακυβερνήτη και να αναγάγουν την πολιτική σε αξία συνδέοντάς την άρρηκτα με την ηθική, αλλά και από την άλλη να αισθανόμαστε λύπη και απογοήτευση, γιατί αποτύχαμε να συνεχίσουμε επάξια το δρόμο που χάραξαν οι πρόγονοί μας σε πολιτικό και ηθικό επίπεδο. Η αιτία δεν είναι μόνο η άκρατη και δυσανάλογη ανάπτυξη του τεχνικού πολιτισμού έναντι του πνευματικού, επιχείρημα που χρησιμοποιείται κατά κοινή ομολογία, για να σκιαγραφήσει τη σύγχρονη τάση του ανθρώπου να προσκολλάται σε ο,τιδήποτε είναι χρήσιμο, γρήγορο και αποτελεσματικό. Ο λόγος είναι βαθύτερος και έχει να κάνει με την ακούσια, αλλά πλείστες φορές με την εκούσια λήθη της πνευματικής του ταυτότητας. Τείνουμε να ξεχάσουμε ότι ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης δεν ήταν απλώς θεωρητικολόγοι, συγγραφείς ουτοπικών έργων. Οι δύο αυτοί άνδρες και μια μεγάλη πανστρατιά από Έλληνες φιλοσόφους διαμόρφωσαν το πολιτικό και ηθικό σκηνικό της εποχής τους, θεώρησαν την πολιτική ως ύψιστη έκφραση κοινωνικής λειτουργίας και τον πολίτη, πραγμάτωση του ανθρώπινου είναι του, δια της πολιτείας και μέσα σε αυτή. Αξίζει τον κόπο να δούμε πως νοείται η διαλεκτική σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην πολιτική και στην ηθική υπό το φως της διερευνητικής ματιάς των δύο παραπάνω φιλοσόφων.
Στην αρχαία Ελλάδα το πολιτεύεσθαι σήμαινε συμμετοχή σε όλες τις δραστηριότητες κοινού ενδιαφέροντος κι όχι με τη στενή έννοια του όρου που την εννοούμε σήμερα. Όλες οι εκδηλώσεις του δημοσίου βίου ήταν γι’ αυτούς, πολιτική. Στις αρχές του 6ου αιώνα, όταν η φιλοσοφία με αρχηγέτη της, το Σωκράτη άρχισε να εισάγει νέες ιδέες και τάσεις ανατρεπτικές για την κλειστή κοινωνία της πόλης–κράτους, η φιλοσοφία κι η πολιτική τέθηκαν αντιμέτωπες. Ο Σωκράτης υποστηρίζοντας ότι είναι ο μόνος που εφαρμόζει τη δικαιοσύνη απόλυτα στη ζωή του και άρα ασκεί αληθινά πολιτικη, καταδικάζεται από τους Σοφιστές, τους αποκαλούμενους γνήσιους πολιτικούς, οι οποίοι σαν τους σύγχρονους πολιτικούς δεν ενδιαφέρονταν να αναζητήσουν την καθεαυτή αλήθεια, αλλά την αλήθεια που θα βόλευε τις προσωπικές τους φιλοδοξίες. Η δικαίωση του Σωκράτη έρχεται από το μαθητή του, Πλάτωνα, ο οποίος θα θεμελιώσει την πολιτική φιλοσοφία του δασκάλου του από ηθική και μεταφυσική κυρίως σκοπιά. Θα συνεχίσει την ίδια μέθοδο της διαλεκτικής αναζήτησης της ουσίας της πόλης, που χάραξε ο δάσκαλός του, υπογραμμίζοντας τη σημασία εύρεσης ενός τρόπου ζωής και σκέψης που να αμφισβητεί το παραδεδομένο, να προσπαθεί να το αποσαφηνίσει και να απαλλάξει τον άνθρωπο από δεισιδαιμονίες και προκαταλήψεις.
Τόσο για τον Πλάτωνα όσο και για τον Αριστοτέλη η διαλεκτική συζήτηση για την πολιτική νοείται ως μια σταδιακή προσέγγιση της ουσίας των εννοιών αυτών, καθώς και ως μια γεφύρωση του χάσματος που τις διακρίνει. Πρόκειται για μια μέθοδο της οποίας η σπουδαιότητα έγκειται στο ότι βοηθά τον άνθρωπο να ξεφύγει από το δογματικό του λήθαργο και να πειθαρχήσει το νου του, ώστε να οδηγηθεί στην αληθινή γνώση για κάθε έννοια που ερευνά, στη γνώση της ιδέας του Αγαθού, όπως δίδασκε ο Πλάτων. Ο Πλάτων είναι ο πρώτος που αναλύει με συστηματικό τρόπο την πολιτική και ο πρώτος που ουσιαστικά ξεκινά να την ταυτίζει με τη φιλοσοφία και την ηθική αφήνωντας υπόνοιες για την επιτυχία μιας τέτοιας πρακτικής ταύτισης ή συσχέτισης στον πολιτικό βίο. Σκοπός της πολιτικής του φιλοσοφίας είναι το κοινόν αγαθόν έναντι του ιδιωτικού συμφέροντος και πώς μπορεί αυτό να επιτευχθεί. Μέσω των έργων του Πολιτεία και Νόμους οραματίζεται μία πόλη που την διέπουν ορισμένες αρχές ηθικής, ανθρωπολογικής και γνωσιολογικής υφής καθώς προβάλλει παντού το τρίπτυχο της δικής του σκέψης, το τρίπτυχο της φιλοσοφίας – πολιτικής – ηθικής.
Ο πολίτης, το βασικό συστατικό της πόλης δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς ηθικές αρετές (ανδρεία, σοφία, δικαιοσύνη) και η αληθινή πολιτική δεν μπορεί να νοηθεί δίχως την κοινή βούληση των πολιτών, οι οποίοι πρέπει να έχουν παιδευτεί σωστά, ώστε να συμμετέχουν στα της πόλεως. Οι έννοιες κοινόν, ενότητα, συλλογικότητα είναι έννοιες συχνά τοποθετημένες στο έργο του Πλάτωνα. Είναι ξεκάθαρο στη σκέψη του ότι, όταν αναφέρεται στην πολιτική αρχή που ηγείται των άλλων αρχών, στο κοινόν αγαθόν, το κοινό συμφέρον δηλαδή, των πολλών, η μοναδική του μέριμνα είναι η συνεργασία όλων των μελών της πολιτείας για την ικανοποίηση του κοινού συμφέροντος και μάλιστα με την έννοια της συμμετοχής της ολότητας στην ηδονή και στην λύπη των μελών της. Η ενότητα αυτή στηρίζεται σε όλες τις προηγούμενες αρχές, προϋποθέτει κοινό συναισθηματικό δεσμό και ολοκληρώνεται με το αίσθημα της αλληλεγγύης. Στον αντίποδα του πολιτειακού του σχήματος προβάλλει την ανάγκη ύπαρξης ενός φιλόσοφου – βασιλιά, όπως τον ονομάζει, τον οποίο οραματίζεται να είναι εξαίρετος από τη φύση του, με ηθική αυτοκυριαρχία και να έχει καταφέρει να προσεγγίσει την έννοια του αγαθού, δηλαδή να έχει καλλιεργηθεί πνευματικά, ώστε να μπορεί να αναγνωρίζει την αλήθεια, να μην την αποκρύπτει και να την υπερασπίζεται. Ταυτόχρονα να μπορεί να διακρίνει τις ανάγκες και τις τάσεις των πολιτών και να προβάλλει το κοινό συμφέρον έναντι του ατομικού, προστατεύοντας κάθε φορά τον πολιτικό βίο από αυθαιρεσίες. Ο λόγος για τον οποίο ο βασιλιάς θα πρέπει να είναι φιλόσοφος έγκειται στο γεγονός ότι μόνο οι φιλόσοφοι είναι ικανοί να προσεγγίσουν ο,τιδήποτε έχει οντότητα αμετάβλητη, μπορούν να απομακρύνονται από το φθαρτό κόσμο του γίγνεσθαι και να κατέχουν σοφία χωρίς να πλανώνται, ώστε να παίρνουν τις σοφότερες πολιτικές αποφάσεις. Η προσπάθεια αυτή του Πλάτωνα να συνδέσει την πολιτική με τη φιλοσοφία αποκαλύπτει την επιθυμία του να διδάξει ότι στην κεφαλή της πόλης πρέπει να είναι κάποιος κάτοχος γνώσης καθολικής και ενιαίας, ένας πνευματικά ώριμος άνθρωπος που ο σκοπός του θα είναι να συνενώνει διαρκώς την ηθική με την πολιτική, ώστε να κυριαρχεί μια ορθολογική τεκμηρίωση, ένα σκεπτικό από τον ίδιο τον κυβερνήτη, η λεγόμενη φιλοσοφία του νομοθετήματος για οποιαδήποτε απόφαση, κι αν λάβει για την πόλη του. Η ταύτιση αυτή της φιλοσοφίας και της πολιτικής θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση για έναν κόσμο απαλλαγμένο από συμφορές, γιατί με αυτό τον τρόπο συνενώνονται η θεωρία με την πράξη και ο στοχασμός με την ενέργεια στο ίδιο πρόσωπο που έχει εξολοκλήρου επωμιστεί την ευθύνη της διακυβέρνησης.
Αντίθετα η πόλη ως πραγματικότητα κι όχι ως οραματισμός ουράνιας πολιτείας βρίσκεται στην πολιτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη. Αυτό που χαρακτηρίζει όλο το σύστημα της σκέψης του Αριστοτέλους είναι η τελολογική του αφετηρία. Για κάθε πράγμα ή έμβιο πρέπει να αναζητείται το νόημα του μέσα στον σκοπό της ίδιας του της ύπαρξης, στην τελική μορφή στην οποία κατατείνει και όχι στην αρχή της ανάπτυξης του, γιατί η φύση κάθε όντος προκύπτει όχι από την προέλευσή του αλλά απ’ τον προορισμό του. Έτσι, κάθε κοινωνία αποσκοπεί σε κάποιο αγαθό και το κράτος που είναι η καθολικότερη μορφή κοινωνίας πρέπει να αποσκοπεί και αυτό στο υπέρτατο αγαθό. Το αγαθό αυτό είναι η ευδαιμονία, το ευ ζην του Αριστοτέλους, δηλαδή, το αγαθό καθαυτό του ανθρώπου και άξιος πολιτικός είναι αυτός που έχει τις κατάλληλες ικανότητες να το κατακτήσει. Υπό την οπτική αυτή ο Σταγειρίτης φιλόσοφος υπαινίσσεται μία αλληλεξάρτησή ανάμεσα στην έννοια Ηθική και στην έννοια Πολιτική. Στα Ηθικά Νικομάχεια και στα Πολιτικά του μελετά πιο αναλυτικά το σκοπό των δύο εννοιών. Η Ηθική από τη μια ρυθμίζει τη συμπεριφορά των ατόμων, ενώ η Πολιτική – η αρχιτεκτονική επιστήμη, όπως αναφέρει, μελετά τη συμπεριφορά της πόλης και των πολιτών ως προς την ικανοποίηση του υπέρτατου σκοπού και αγαθού, του ευ ζην. Στα Ηθικά Νικομάχεια αναφέρει ότι ο αδιάσπαστος δεσμός ανάμεσα στην ηθική και στην πολιτική αποκαλύπτεται απ’ το γεγονός ότι η ρύθμιση της συμπεριφοράς του ατόμου πρέπει να γίνεται με τη βοήθεια νόμων, οι οποίοι να τιμωρούν την άνομη πράξη, ώστε να προσανατολίζουν σωστά το άτομο. Τέτοιοι νόμοι όμως, όπως παρατηρεί, δεν μπορούν παρά να θεσπιστούν από ενάρετους – ηθικούς νομοθέτες. Τί προηγείται λοιπόν, η ηθική έναντι της πολιτικής ή η δεύτερη έναντι της πρώτης; Ο Αριστοτέλης απαντά με διαφορετικό τρόπο. Οι δύο έννοιες είναι αλληλένδετες, αλλά και ξεχωριστά αυτόνομες και δεν οδηγούν παρά μόνο σε δύο βασικά ερωτήματα. Πώς είναι τα της πόλεως και πώς θα έπρεπε να είναι. Μόνο ένας νους που αναζητεί το φιλοσοφείν μπορεί να απαντήσει εδώ και να ταυτίσει το είναι με το ευ είναι του όντος (του ατόμου), όπως κάνει ο Αριστοτέλης. Μόνο μέσα από το φιλοσοφικό στοχασμό είναι δυνατόν να αναζητηθεί ο σωστός τρόπος με τον οποίο πρέπει να διάγει κανείς το βίο του αποστασιοποιώντας το νου του από τον υποκειμενικό κόσμο που τον περιβάλλει και αναζητώντας τη μορφή του καλύτερου πολιτεύματος μέσα στο οποίο θα πραγματοποιηθεί η πολιτική του ολοκλήρωση. Η πολιτική για τον Αριστοτέλη σημαίνει ηθική, σημαίνει βαθιά γνώση και αληθινή γνώση των συνθηκών που οδηγούν στη δικαιοσύνη και στην ευδαιμονία. Ο αρχαίος Έλληνας, λοιπόν που δεν συμμετείχε στην πολιτική ζωή ονομάζονταν αχρείος και οι άρχοντες που δεν αποσκοπούσαν στο να ανυψώσουν τον πολίτη μέσα στην πόλη και να του προσφέρουν ευδαίμονα βίο ήταν ανάξιοι της θέσης που κατείχαν.
Πολλούς αιώνες αργότερα, η πολιτική φιλοσοφία του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη διαψεύστηκε από τους πολιτικούς. Οι σύγχρονοι πολιτικοί μπορεί να μελέτησαν τους πλατωνικούς Νόμους και τα Πολιτικά, όμως εγκλωβίστηκαν από τις ίδιες τους τις φιλοδοξίες και τα συμφέροντά τους. Η πολιτική δεν είναι πλέον μέσο ηθικής ανέλιξης του ατόμου. Αποτελεί μέσο ανάδειξης και απόκτησης γοήτρου. Ποιός πολιτικός σήμερα εφαρμόζει τους ηθικούς νόμους του προγόνου του Αριστοτέλη; Ποιός θα καταφέρει να βγει αλώβητος μέσα από την ηθική αναλγησία των καιρών μας; Όχι μόνο ως πολιτικός, αλλά και ως άνθρωπος που επιθυμεί να διάγει ευδαίμονα βίο, όπως έλεγαν οι πρόγονοί μας. Μήπως δεν είναι μόνο ο χώρος της πολιτικής που πλήττεται από την ηθική αναλγησία, αλλά και γενικότερα ο κοινωνικός ιστός;
Η πολιτική είναι ένα μέρος της κοινωνικής ζωής και αντικατοπτρίζει ό,τι ακριβώς συμβαίνει σε αυτήν. Το μεγαλύτερο ποσοστό όμως των άξιων αντιπροσώπων του λαού στην ελληνικό κοινοβούλιο σπάνια αποσκοπεί στο κοινό συμφέρον και στην άνοδο του συνόλου. Τις περισσότερες φορές απώτερος σκοπός αναδεικνύεται το ιδιωτικό συμφέρον. Σπάνια παρατηρούνται πολιτικοί που θα εκτελέσουν το πολιτικό τους χρέος χωρίς ίδιον όφελος. Η δημοκρατία και ο πλουραλισμός των απόψεων φαίνονται να χρησιμεύουν ως επικάλυμμα μυστικών διεργασιών προς ικανοποίηση απλών αναγκών των πολιτών. Η κατάσταση αυτή έχει οδηγήσει δυστυχώς τους νέους στην πολιτική απραξία, στην ενσυνείδητη αποχή από την πολιτική ζωή και μάλιστα τις περισσότερες φορές με υποστήριξη των ίδιων τους των οικογενειών. Πόσοι νέοι σήμερα φιλοδοξούν να σταδιοδρομήσουν ως πολιτικοί; Και πόσοι από αυτούς που θα επιλέξουν το δρόμο της πολιτικής, θα το κάνουν κινούμενοι από το αίσθημα της αιδούς και της σωφροσύνης; Όπου κι αν κανείς κοιτάξει, όπου κι αν κανείς στραφεί, η διαπίστωση είναι ίδια. Σήμερα η πολιτική εξυπηρετεί συμφέροντα, διαφθείρει κυβερνήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο, απομακρύνεται από την ηθική. Οι δύο έννοιες τείνουν να γίνουν ξένες μεταξύ τους λες και ποτέ δεν είχαμε διαβάσει τι συνέβαινε σε μας, εδώ, στον ίδιο τόπο, αιώνες πριν.
Αυτό δε σημαίνει ότι σήμερα δεν υπάρχουν γνήσιοι πολιτικοί μαχόμενοι ενάντια στη διαφθορά που πληρούν κάθε ηθικό κριτήριο. Είναι αρκετοί όμως για να σώσουν την κατάσταση; Το ερώτημα είναι καίριο και απαιτεί απάντηση. Χρειάζονται πολιτικοί με ήθος, με γνώση του καθολικού και του μερικού, καλλιεργημένοι, να γνωρίζουν να εισχωρούν στα βάθη της ψυχής των πολιτών τους. Αν για εκείνη την εποχή φιλόσοφος σήμαινε ο οικείος με όλο το φάσμα των επιστημονικών γνώσεων της εποχής, κάτοχος όλων των πορισμάτων της τότε επιστήμης των μαθηματικών, της αστρονομίας, της ψυχολογίας, της φυσικής κ.τ.λ., σήμερα θα μπορούσαμε να πούμε πως πρέπει να μας κυβερνούν οι επιστήμονες, οι μορφωμένοι και οι καλλιεργημένοι χωρίς να σημαίνει πως δεν υπήρξαν μορφές άξιων κυβερνητών που δεν κατείχαν τόσες γνώσεις, όπως ο Μακρυγιάννης.
Με λίγα λόγια η πολιτική οφείλει να ιδωθεί μέσα από το διηθητικό μάτι της φιλοσοφίας, η οποία θα ιεραρχεί τις προτεραιότητες και θα θεμελιώνεται με λογικά επιχειρήματα από τις ενέργειες της πρώτης καθώς και να αναγνωρισθεί και να μελετηθεί η διαλεκτική της σχέση με τα ηθικά ερείσματα της πολιτειακής ζωής. Ο Πλάτων έγραφε «..επαινείν την ορθήν φιλοσοφίαν, ως εκ ταύτης εστιν τα τε πολιτικά δίκαια…κατιδείν..». Η φιλοσοφία, δηλαδή, είναι προϋπόθεση για την άσκηση της πολιτικής. Η ιδέα αυτή της δυαδικής μορφής που ενσαρκώνεται στον κυβερνήτη – φιλόσοφο ή στο φιλόσοφο – κυβερνήτη δεν απαντάται μόνο στην αρχαία Ελληνική σκέψη, αλλά στοιχειοθετεί και βασικές συνιστώσες της πολιτικής σκέψης και άλλων σημαντικών φυσιογνωμιών της πολιτικής φιλοσοφίας όπως του Λένιν, του Μάο τσε Τουγκ, αλλά και συγχρόνων Ελλήνων όπως του Κ. Τσάτσου και Π. Κανελλόπουλου. Ωστόσο σωστοί φιλόσοφοι – πολιτικοί πρέπει να αναζητηθούν τόσο στα έδρανα των κυβερνήσεων όσο και σε εκείνα των αντιπολιτευτικών σωμάτων. Μη ξεχνάμε πως ο λογικά τεκμηριωμένος αντίλογος που οδηγεί σε πολυπρισματικό διάλογο μπορεί να επιφέρει λύσεις σε καίρια προβλήματα και ένας γνήσιος πολιτικός θα πρέπει από οποιαδήποτε θέση κι αν μιλάει, να αναζητά την αλήθεια, να ξέρει να αφουγκράζεται τις ανάγκες του λαού και να προτάσσει πρώτα το δημόσιο συμφέρον έναντι του ιδιωτικού. Αυτό διακήρυξαν οι πρόγονοί μας, αυτό πρέπει να ακολουθήσουμε κι εμείς.
Τράπκου Ν. Χαρούλα
Δρ. Ψυχολόγος/ Συγγραφέας/ Φιλόσοφος