
May 6, 2024
Φιλοσοφώντας πάνω στην Κοινωνική Ψυχολογία της Προσωπικότητας.
Η κοινωνική ψυχολογία είναι ένας συνδυαστικός κατά πολλούς κλάδος των επιστημών της κοινωνιολογίας και της ψυχολογίας.
Στη διαμόρφωσή της έχει περάσει από πολλά εξελικτικά στάδια και η σύνθεση του ονόματός της, αλλά και του επιστημονικού αντικειμένου της γεννήθηκε από εκείνη την ανάγκη να συνυπάρχει το ατομικό Εγώ με τους Αλλους και την ατομική Ψυχολογία να συνδέεται με την Ψυχολογία του Μαζί. Ασχολείται επομένως με τη δράση του ατόμου μέσα στην κοινωνία, τις σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα σε αυτήν και τις επιδράσεις από κοινωνικούς παράγοντες, και υπό αυτή την έννοια εστιάζει στις δι – ατομικές αλληλεπιδράσεις, στις διαπροσωπικές σχέσεις, στον τρόπο που ένα σύστημα είτε είναι η οικογένεια είτε μία κοινωνία επηρεάζουν τη συναισθηματική κατάσταση του ατόμου αλλά και τις νοητικές τους κατασκευές. Είναι σημαντικό να σημειωθεί πως όταν αναφερόμαστε στη λέξη «κοινωνία», εννοούμε θρησκευτικά και πολιτικά συστήματα, αλλά και ιδεολογικά κινήματα (Αντωνοπούλου, Χ. 2008).
Μέσα από την αλληλεπίδραση ατόμου και κοινωνίας το άτομο διαμορφώνει τις απόψεις του ή αλλιώς τις στάσεις του και τις πεποιθήσεις του. Πληθώρα παραγόντων συμβάλλουν λοιπόν στη διαμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας και γιαυτό ο κλάδος αυτός έχει σκοπό να ερευνήσει έναν προς έναν αυτούς. (McLeod, Saul, 2007). Άλλος ένας σημαντικός ορισμός θα ήταν πως αφορά μία επιστημονική μελέτη, που αποσκοπεί στην ανάλυση της κοινωνικής συμπεριφοράς, ειτε αυτή εκφράζεται από το άτομο είτε φέρεται ψυχικώς και εσωτερικώς νοούμενη. (Hofstatter 1978).
Η θεωρία της Γνωστικής ισορροπίας του Heider
Στην κοινωνική ψυχολογία, η θεωρία της γνωστικής ισορροπίας (Heider), αναφέρεται στα στοιχεία που μας δίνουν οι νόμοι της ομοιόσταστης, σύμφωνα με την οποία τα άτομα έχουν την τάση να αναζητούν μια ισορροπία ανάμεσα σε όλα τα γνωστικά στοιχεία σχετικά με ένα συγκεκριμένο αντικείμενο. H έννοια της ομοιόστασης σχετίζεται με τους νόμους της θερμοδυναμικής για τη διατήρηση της ισορροπίας ενέργειας σε ένα σύστημα. Η θεωρία αυτή συνδέει κατά τρόπο έννοιες όπως “ομοιόσταση” και “ισορροπία” εστιαζοντας στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου και συγκεκριμένα στους γνωστικούς του χάρτες. Έτσι λοιπόν το κάθε άτομο αναζητά τρόπους να συντηρήσει την νεγκεντροπία, ή αλλιώς το αντίθετο της εντροπίας. Η γνωστική του ισορροπία είναι αυτό που τον ενδιαφέρει και σκοπός του σύμφωνα με τον Heider είναι να συντονίσει τις σκέψεις του και τη γνώμη του στις συζητήσεις με άλλους ανθρώπους, αλλά και με τον ίδιο του το εαυτό, ώστε να μη φάσκει και αντιφάσκει ταυτόχρονα. Γιαυτό το λόγο η εναγώνια αυτή προσπάθεια να συντονιστεί γνωστικά δημιουργεί έντονο άγχος στο άτομο και τον πιέζει να διατηρήσει την ισορροπία ανάμεσα σε αυτά τα δύο, στις δικές τους απόψεις και στις απόψεις που προέρχονται από τους άλλους και γιαυτό το λόγο, αναθεωρεί γνωστικά σχήματα και συμπεριφορές. (Παπαστάμου, Σ. 2008, σελ. 64).
Είναι σημαντικό να γίνει αντιληπτό πως οι θεωρίες των γνωστικών συνεπειών έχουν σχέση και προέρχονται σε ένα βαθμό από την θεωρια της μορφής κατά την οποία τα γνωστικά αντικείμενα γίνονται αντιληπτά ως ένα ενιαιο όλον, χωρίς τις ενδεχόμενες μεταξύ τους δυσαρμονίες. Η θεωρία αυτή αφορά τόσο το γνωστικό στοιχείο όσο και το συναισθηματικό στοιχείο. Οσον αφορά το γνωστικο κομμάτι, η βάση θεώρησης είναι πως τα δύο στοιχεία ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Στο συναισθηματικό στοιχείο, η διερεύνηση έγκειται στην αξιολόγηση του ίδιου του ατόμου, με βάση την ισορροπία ανάμεσα σε δύο αντίθετα : αγαπώ-μισώ, συμφωνώ- διαφωνώ. Σύμφωνα με τον Heider όταν δηλαδή υπάρχει συνέπεια μεταξύ των στοιχείων τοτε η οργάνωση των στάσεων είναι ισορροπημένη. Με λίγα λόγια σύμφωνα με εκείνον είμαστε ικανοποιημένοι ως προς τις στάσεις μας όταν συμφωνούμε με φίλους μας και διαφωνούμε με τους εχθρούς μας. Από την άλλη, βρισκόμαστε σε δυσάρεστη θέση, όταν διαφωνούμε με τους φίλους μας και συμφωνούμε με τους εχθρούς μας. Συμφωνα και με τη θεωρία της «καλής και ενιαίας δομής», σε περίπτωση που εντοπίσουμε μία ανισορροπία, τότε ξεκινά και ο ανθρώπινος προβληματισμός και έτσι το άτομο αναζητά την εξισορροπηση. ( Heider, F. 1946). Ενας περιορισμός όσον αφορά αυτή τη θεωρία, ας μας επιτραπεί να την αναφερουμε, αφορά την αποκλειστική σχέση σε τριαδικό σύστημα. Η θεωρία της γνωστικής ασυμφωνίας του Festinger
Η θεωρία λοιπόν που ομοιαζει με την παραπανω και είναι πολύ γνωστή είναι η θεωρία της . γνωστικής ασυμφωνίας. Ο Festinger, εκτός απο την θεωρία της κοινωνικής σύγκρισης, υποστηρίζει την ύπαρξη δύο διαφορετικών πραγματικοτήτων, της φυσικής (φυσικά φαινόμενα και αντικείμενα) και της κοινωνικής (γνώμες, αντιλήψεις, πεποιθήσεις και ικανότητες). (Αronson, E. 1991).
Ο Festinger υποστηρίζει ότι η ύπαρξη δύο ασύμβατων γνωστικών στοιχείων δημιουργεί μια κατάσταση ανισορροπίας, την οποία το άτομο προσπαθεί να αμβλύνει ή να εξουδετερώσει, με την αύξηση των γνωστικά σύμφωνων μεταξύ τους στοιχείων ή την αλλοίωση του ενός από τα δύο ασύμφωνα γνωστικά στοιχεία (Παπαστάμου, 2008). Το ατομο λοιπόν πολλές φορές στη ζωή του θα βρεθεί σε γνωστικη ασυμφωνία, ανάμεσα σε στοιχεία που η ύπαρξη του ενός αναιρεί την ύπαρξη του άλλου. Τι θα πράξει λοιπόν ο άνθρωπος σε μία τέτοια κατάσταση; θα προσπαθήσει ή να αυξήσει τα όμοια γνωστικά στοιχεία μεταξύ τους ή να αλλοιώσει το ένα από τα δύο γνωστικά στοιχεία που δεν συμφωνούν.
Οι προεκτάσεις αυτής της θεωρίας έχουν να κάνουν με την προσέγγιση λέξεων όπως εκείνη της στάσης και της συμπεριφοράς. Πράγματι μέχρι και τότε υπήρξε πολύ μεγάλη μελέτη γύρω απο τις κοινωνικές στάσεις. Η έρευνα επικεντρώνονταν στη συμφωνία των στάσεων με την ανθρώπινη συμπεριφορά. Όταν κάποιος δηλαδή αλλάζει μία στάση αλλάζει ουσιαστικά την προδιάθεση του για δράση, όχι όμως και τη συμπεριφορά του. Εάν επιθυμήσω λοιπόν να τροποποιήσω τη συμπεριφορά κάποιου,δεν μπορώ να το κάνω μέσω της αλλαγής της στάσης του. Τι μπορεί όμως να συμβει; Να του αλλάξω τη στάση, αλλάζοντας του πρώτα τη συμπεριφορά. Με τον τρόπο αυτό το άτομο θα προσπαθήσει να ασκήσει υπερβολική εκλογίκευση, ώστε να τροποποιήσει τη συμπεριφορά του και να εφησυχαστεί από την την ασυμφωνία που βιώνει.
To δεύτερο σκέλος της προσφοράς του αναφέρεται στην ψυχολογική κατάσταση που χαρακτηρίζει το άτομο είτε μετά από μία απόφαση να πάρει μία θέση ώστε να μειώσει τη σύγκρουση, την ασυμφωνία μετάξυ των δύο στοιχείων. Είτε τη δυσφορία του όταν αναγκάζεται από τους άλλους να συπεριφερθεί με τρόπο αντίθετο με τις στάσεις του. Το πρόβλημα της αλλαγής των στάσεων, όταν η αιτία είναι άμεση ή έμμεση άσκηση πίεσης από τρίτα πρόσωπα ομάδας, σχετιζεται με αυτό που στην κοινωνική Ψυχολογία ονομάζουμε Συμμόρφωση. (Festinger, L. 1957). Τα τέσσερα επίπεδα ανάλυσης
Σύμφωνα με τον Παπαστάμου (ο.π. σελ. 365 ) η μελέτη των φαινομένων στην κοινωνική ψυχολογία μπορεί να γίνει σε τέσσερα διαφορετικά επίπεδα ανάλυσης της κοινωνιοψυχολογικής πραγματικότητας και της ερευνητικής πρακτικής με βάση τον Doise (1982).
Τα τέσσερα επίπεδα είναι:
Το ενδοατομικό: όπου εκεί έχουμε την ανάλυση του τρόπου που ο καθένας μας οργανώνει μέσα του τα ερεθίσματα που παίρνει από το περιβάλλον του.
Το διατομικό: Στο επίπεδο αυτό μελετώνται οι διαπροσωπικές σχέσεις και οι ρόλοι που βιώνονται μέσα σε αυτές τις δυαδικές σχέσεις.
Το διομαδικό: χρησιμοποιεί τις διάφορες θέσεις που μπορεί να υπάρχουν μεταξύ διαφόρων κατηγοριών ατόμων για την ερμηνεία της αλληλεπίδρασής τους σε συγκεκριμένες καταστάσεις.
Το ιδεολογικό: επικεντρώνεται στο ρόλο που παίζουν οι γενικές κοινωνικές πεποιθήσεις- δηλαδή οι πεποιθήσεις που είναι κοινές σε ένα μεγάλο αριθμό ατόμων σε μια κοινωνία- και οι κοινωνικές σχέσεις μεταξύ ομάδων στην κοινωνική αλληλεπίδραση.
Είναι σημαντικό να επισημανθεί εδώ πως τα επίπεδα ανάλυσης σχετίζονται άμεσα με τον χωρο της κοινωνικής επιρροής. Όλες οι διεργασίες κοινωνικής επιρροής εμπλέκουν όλα τα επίπεδα ανάγνωσης της πραγματικότητας. Οι κοινωνικές επιρροές αφορούν μεταβληθήσες στάσεις, γνώμες, κρίσεις ατομικές, που προέρχονται μέσα από την σταδιακή γνώση που έρχεται μέσα από την επαφή του ατομου με άλλες ξένες προς αυτόν, κρίσεις και στάσεις. Η κοινωνική επιρροή στηρίζεται στη διαρθωση των αλλαγών που εμφανιζονται σε ατομικό επίπεδο με τους παράγοντες που τις προκάλεσαν και οι οποίες εμπλέκονται τόσο στο επίπεδο ανάλυσης διατομικών σχέσεων αλλά και διομαδικών. Αυτό που συνέβαινε μέχρι πρόσφατα ήταν πως οι κοινωνικοί ψυχολογοι ήταν καθηλωμένοι, όταν αναφερονταν σε κοινωνική επιρροή, σε κάποιους κοινωνιοψυχολογικους μηχανισμούς, και μεταβλητές διατομικής και ενδοατομικής ποιότητας.΄
Η ιδεολογική προσέγγιση ή ακόμα και η διομαδική προσεγγιση άργησαν να χαρτογραφηθούν. Πέρασε καιρός ώστε να τις εμπλέξουν στην κοινωνιοψυχολογική ερμηνεία της πραγματικότητας και ακόμη πιο πολύς καιρός στο να μελετηθούν πειραματικά αυτά τα δύο επίπεδα ανάλυσης. Ως γνωστόν (Παπαστάμου 2001,σελ 371) ο Asch διερεύνησε την κοινωνική επιρροή μέσα από πειράματα μιλώντας για την δύναμη της πλειοψηφίας έναντι της μειοψηφίας Eίναι σημαντικό να καταλαβουμε πως πειραματα όπως του Asch μας βοηθούν να διερευνηθούν και άλλες συνιστώσες της ερευνητικής του απόπειρας. (Παπαπασταμου ο.π. σελ 372). Για παράδειγμα μπορει με βάση το αριθμητικό κριτήριο να δημιουργείται σε αντίπαλα στρατόπεδα μία πλειοψηφία και μία μειοψηφία, όμως εάν λάβουμε υποψιν μας ένα κανονιστικό κριτήριο που λαμβάνει υπόψη του το ιδεολογικό υπόβαθρο καθώς και το επιστημονικο υπόβαθρο των υποκειμένων, μας φέρνει αντιμέτωπους με μία μειονοτική και μία πλειονοτική άποψη. Δηλαδή, μπορει ενδεχομενως η αριθμητική υπεροχή των περαματικών συνεργών να αποδίδει στην πηγή επιρροής έναν πλειοψηφικό χαρακτήρα, όμως το ότι αυτά τα άτομα εκφραζούν λανθασμένες απαντήσεις καθιστά τη διαδικασία επιρροής τους ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μειονοτικής επιρροής.
3.2. Μεθοδολογικά ζητήματα
Η κοινωνική ψυχολογία επειδή είναι ένας κλάδος που χρησιμοποιεί την επιστημονική μέθοδο για να μελετήσει την κοινωνική συμπεριφορά χρησιμοποιεί φυσικά τόσο επιστημονικές –πειραματικές και μη πειραματικές μεθόδους και τούτο γιατί είναιεπιστήμη και η επιστήμη προϋποθέτει το σχηματισμό υποθέσεων –προβλέψεων- που στηρίζεται σε προηγούμενες γνώσεις, εικασίες, έρευνες. Οι υποθέσεις αποτελούν τυπικά διατυπωμένες προβλέψεις, που εκφράζουν τη σχέση ανάμεσα στις μεταβλητές, ώστε να διαπιστωθεί αν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Οι μέθοδοι που χρησιμοποεί η κοινωνική ψυχολογία είναι η Πειραματική μέθοδος. Σε αυτήν έχουμε φυσικά τις ανεξαρτητες μεταβλητές που χειρίζεται ο ερευνητής και τις εξαρτημένες μεταβλητές τις οποίες και μετρά. Στις μη πειραματικές μεθόδους έχουμε έρευνες συσχέτισης και συνάφειας. Εκεί μελετώνται όχι οι αιτιώδους σχέσεις αλλά η συσχέτιση παραγόντων. Έχουμε τις οιονεί πειραματικές έρευνες (χειρισμός ανεξάρτητων μεταβλητών, αλλά απουσιάζει η τυχαία κατανομή συμμετεχόντων σε συνθήκες) και τα ψευδοπειραματικά σχέδια (χειρισμός ανεξάρτητων μεταβλητών αλλά απουσιάζει η ομάδα ελέγχου). Άλλες μέθοδοι αφορούν την παρατήρηση σε ένα φυσικό χώρο ή στο εργαστήριο, τις δημοσκοπήσεις με ερωτηματολόγια, τη μελέτη περίπτωσης για βαθύτερη αναλυση ενος ατόμου και τις έρευνες αρχείου, που αφορούν την ανάλυση δευτερευόντων/ προϋπαρχόντων δεδομένων.
Η επιλογή που θα κάνει ο ερευνητής της ερευνητικής μεθόδου, της μεθόδου συλλογής δεδομένων και των μετρήσεων των μεταβλητών εξαρτάται από το είδος του ερευνητικού προβλήματος. Πρώτα χρειάζεται να οριστούν οι μεταβλητές, να δημιουργήσει τις υποθέσεις του, να θέσει δηλαδή τα ερωτήματά του. Οι ερευνητές έχουν στο μυαλό τους υποθέσεις και θέτουν τα λεγόμενα ερευνητικά ερωτήματα με βάση ήδη υπάρχουσες θεωρίες. Μετά τη συλλογή των ερευνητικών δεδομένων χρησιμοποιείται μία ή περισσότερες ερευνητικές μέθοδοι, ώστε να διερευνηθούν εάν ισχύουν οι υποθεσεις που έθεσε ή όχι ο ερευνητής. Ο ερευνητής μην ξεχνάμε πως θέτει ερωτήματα για την έρευνα με βάση είτε την προηγούμενη βιβλιογραφία είτε γιατί ο ίδιος έχει σκεφτεί πως θελει να μελετησει κάτι που του έχει κάνει εντύπωση. (Κοκκινάκη, 2006).
Σε κάθε έρευνα είναι σημαντικό να ορίζονται οι μεταβλητές και να επιλέγεται το δείγμα ή τα δειγματα που θα είναι τα κατάλληλα ωστε η έρευνα να μας οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα για τον πληθυσμό. Έτσι θα μπορεσουμε για παράδειγμα να γενικεύσουμε τα συμπεράσματά μας. Σε κάποιες έρευνες όμως ο σκοπός του ερευνητή δεν είναι απαραίτητα αυτος και γιαυτό εξάλλου και τα στατιστικά κριτήρια που έχουμε στη διάθεσή μας είναι παραμετρικά και μη παραμετρικά. Ο εμπειρικός έλεγχος των υποθέσεων στις κοινωνιοψυχολογικές διεργασίες στηρίζεται τοσο στη στατιστική ανάλυση ποσοτικών δεδομένων όσο και ποιοτικών. Μη ξεχνάμε πως η ποιοτική έρευνα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη σκιαγράφηση των κοινωνιοψυχολογικών ανθρώπινων χαρακτηριστικών. Όπως για παράδειγμα οι αφηγήσεις, οι μέθοδοι αυτο αναφοράς, οι συνεντεύξεις, οι μελέτες περίπτωσης.
Όπως και σε άλλες επιστήμες και εδώ η στατιστική έρευνα ή η ποιοτική έρευνα πρέπει να σέβεται των κώδικά Ηθικής και Δεοντολογίας, και άρα να μην παραβιαζει κανένα συμμετέχονται και να μην υποκινείται από αθέμιτους μη ηθικούς ερευνητικούς σκοπούς. Μας ενδιαφέρει λοιπόν τοσο η αξιοπιστία ( σταθερότητα της μέτρησης, τα δεδομένα από το ίδιο άτομο θα πρέπει να παραμένουν σταθερά ανεξάρτητα από το ποιος, πότε ή που πραγματοποιεί η μέτρηση. ) όσο και η εγκυρότητα ( κατά πόσο ένα εργαλείο μέτρησης πραγματικά μετράει την έννοια την οποία υποθέτουμε ότι μετράει. ). Τα θέματα Ηθικής αφορούν τόσο τη διαδικασία ( για παράδειγμα εάν οι συμμετέχοντες παραμένουν ανεπηρέαστοι), όσο και την παρουσίαση των ερευνητικων αποτελεσμάτων. (Smith, 2003). Είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε πως οι οδηγίες προς τους συμμετέχοντες πρέπει να είναι σαφείς, ώστε να μην παραβιαζονται σε κανένα επίπεδο και να μην παραπλανούνται. Επίσης και τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται να μην είναι πλαστά, όπως επίσης και να υπάρχει η δυνατότητα να αναπαραχθούν και από άλλους ερευνητές. (Ruggiero & Marx, 2001).
Βιβλιογραφία
Ξενόγλωσση
Aronson, E. (1991). Leon Festinger and the art of audacity. Psychological Science, 2(4), 213–217.
Festinger, L. A,(1957). A theory of cognitive dissonance. Evanston, III. : Row, Peterson.
Festinger, L, Carlsmith, J.(1959). Cognitive consequences of forced compliance. Journal of Abnormal and Social Psychology,σς. 203-210.
Feldman, R. (1968), Honesty toward compatrio and foreinger in Paris, Athens and Boston, Proceeding
Fernald LD (2008). Phychology: three perspectives. (pp. 12–15). Thousand Oaks, CA: Sage Publications.16th Annual Conventio, APA.
Harald G. Wallbott & Angela B. Summerfield., Experiencing emotion- A cross cultural study.
Heider,F.(1946). Attitudes and cognitive organization. Journal of psychology, 21, 107-112.
Hofstatter 1978. Εισαγωγή στην Κοινωνική Ψυχολογία. Αθήνα: Λιβάνης. σελ. 9.
Hogg, M.A., & Vaughan, G.M. (2010). Κοινωνική Ψυχολογία. Αθήνα: Gutenberg.
Sapsford, R., Still, A., Miel, D., Stevens, R., & Wetherell, M. (2006). Η Θεωρία στην Κοινωνική
Ψυχολογία. Αθήνα: Μεταίχμιο.
Maisonneuve, Jean (1990). κοινωνική ψυχολογία. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.
Milgram, S. (1963). Behavioral study of obedience, Journal of Abnormal and Social Psychology,61, 371-378.
McLeod, Saul, (2007). «Social Phychology”, Simply Psychology. Ανακτήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 2016.
Ruggiero, K.M. & Marx, D.M. (2001). “ Less pain and more to gain:Why high – status group members blame their failure on discrimination” : Retraction. Journal of Personality & Social Psychology, 81,178.
Smith, D. (2003). Five principles for research ethics: Coner your bases with these ethical strategies. Monitor of Psychology, 34,56.
Ελληνόγλωσση
Αντωνοπούλου, Χ (2008). Ψυχολογία. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων.
Καλάκογλου Κ., (2017), Ψυχομετρία και Ψυχολογική Αξιολόγηση ( 3έκδοση), εκδ. Πατάκη
Παπαστάμου, Σ. (2008). Επιστημολογικοί προβληματισμοί και μεθοδολογικές κατευθύνσεις. Αθήνα: Πεδίο
Παπαστάμου, Σ. (2001): Εισαγωγή στην Κοινωνική Ψυχολογία./ Στάμος Παπαστάμου΄ με την συνεργασία των Σ. Αντωνίου, Ι.Δ. Κατερέλου, Α. Μαντόγλου, Γ.Προδρομίτη, Α-Β. Ρήγα, Μ.Σακαλάκη. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Κοκκινάκη Φλ..,(2006). Κοινωνική Ψυχολογία, Εισαγωγή στη μελέτη της κοινωνικής συμπεριφοράς./Φλώρα Κοκκινάκη, τυποθήτω, 2006.
Δρ. Συνθετική Ψυχοθεραπεύτρια – Φιλόσοφος Τράπκου Χαρά